ῥινῶ — ῥῑνῶ , ῥινάω lead by the nose pres imperat mp 2nd sg ῥῑνῶ , ῥινάω lead by the nose pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ῥῑνῶ , ῥινάω lead by the nose pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ῥῑνῶ , ῥινάω lead by the nose pres subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινῷ — ῥῑνῷ , ῥινάω lead by the nose pres opt act 3rd sg ῥῑνῷ , ῥινόν hide neut dat sg ῥῑνῷ , ῥινός skin fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρινώ — καταρρινῶ και καταρινῶ, άω και έω (Α) 1. φθείρω κάτι ξύνοντας, λεπταίνω («ἰσχναίνων και καταρρινῶν τὰ συγκρίματα») 2. αδυνατίζω από την εργασία 3. φρ. «κατερρινημένον τι λέγειν» να λέει κάτι πολύ λεπτό, πολύ έξυπνο (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παραρρινώ — άω, Α (σχετικά με νόμισμα) ρινίζω («πεντάδραχμον παρερρινημένον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥινῶ «ξύνω» (< ρίνη «λίμα»), πρβλ. κατα ρρινώ] … Dictionary of Greek
περιρρινώ — έω, Α ρινίζω, λιμάρω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥινῶ «ρινίζω, λιμάρω»] … Dictionary of Greek
ρίνημα — το / (ῥινημα, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)] το ρίνισμα αρχ. ονομασία κολλυρίου … Dictionary of Greek
ρίνηση — η / ῥίνησις ήσεως, ΝΑ [ῥινῶ (ΙΙ)] η ρίνιση … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
ρινητήριον — τὸ, Α η ρίνη, η λίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινῶ (ΙΙ) + επίθημα τήριον (πρβλ. λεαν τήριον)] … Dictionary of Greek
ρινητής — ὁ, Α [ῥινῶ (ΙΙ)] ο ρινιστής … Dictionary of Greek